- κελαδητός
- και κελαηδητός και κελαηδιστός, κελαδιστός και κελαϊδιστός, -ή, -ό [κελαδώ]αυτός που ηχεί σαν κελάηδημα («κελαηδιστό νερό»).επίρρ...κελαδητά και κελαηδητά και κελαηδιστάμε κελαδητό τρόπο, τραγουδιστά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κελαδητός — κελαδητός, ή, ό και κελαδιστός, ή, ό επίρρ. ά αυτός που ηχεί σαν κελάδημα: Μια κελαδιστή φωνή ερχότανε από μακριά. – Μιλάει κελαδιστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)